- καλπονοθεία
- η1. η νόθευση τού αποτελέσματος τών εκλογών με δόλια παραβίαση τών καλπών και με προσθήκη ή αφαίρεση ψήφων2. γεν. απάτη με επιτήδεια νόθευση τής αλήθειας, δολίευση, καταδολίευση.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλπη (Ι) + νοθεία].
Dictionary of Greek. 2013.