καλπονοθεία

καλπονοθεία
η
1. η νόθευση τού αποτελέσματος τών εκλογών με δόλια παραβίαση τών καλπών και με προσθήκη ή αφαίρεση ψήφων
2. γεν. απάτη με επιτήδεια νόθευση τής αλήθειας, δολίευση, καταδολίευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλπη (Ι) + νοθεία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καλπονόθευση — η καλπονοθεία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλπη (Ι) + νόθευση (< νοθεύω). Η λ. στον λόγιο τ. καλπονόθευσις μαρτυρείται από το 1855 στον Θεόδ. Γ. Ορφανίδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”